- ἀσθενεστέρων
- ἀσθενήςwithout strengthfem gen comp plἀσθενήςwithout strengthmasc/neut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
немощьныи — (238) пр. 1.Бессильный, слабый, немощный: въ васъ мнози немоштьни и недѹживи и съпѧть мнози. (ἀσϑενεῖς) Изб 1076, 122; ови ѹни сѹть. дрѹзии же заматерѣли. и ови сѹть крѣпъции. а ови немощьни. УСт XII/XIII, 206 об.; д҃хъ бодр(ъ) плоть же немощна.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
σύζευξη — η / σύζευξις, εύξεως, ΝΑ [συζεύγνυμι / συζευγνύω] 1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα 2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή νεοελλ. 1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να… … Dictionary of Greek
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek